- ἐπικαταπίπτουσι
- ἐπικαταπί̱πτουσι , ἐπικαταπίπτωfall uponpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐπικαταπί̱πτουσι , ἐπικαταπίπτωfall uponpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.